νομισματοσυλλέκτης

νομισματοσυλλέκτης
ο, θηλ. νομισματοσυλλέκτρια
συλλέκτης παλαιών νομισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, -ατος + συλλέκτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”